ὑποκηρύσσω
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
A proclaim by herald, c. inf. fut., PRev.Laws53.18 (iii B. C.), cf. AB312:—Med., have a thing proclaimed or cried, esp. for sale, Aeschin.3.41; σεαυτὸν ὑ. εἰς πάντας advertising yourself, Pl. Prt.349a; σιωπὴν ὑ. D.H.9.48: c. acc. et inf., J.AJ3.6.1.
German (Pape)
[Seite 1220] att. -ττω, gew. im med., durch den Herold od. Ausrufer öffentlich bekannt machen od. ausrufen lassen, Poll. 4, 94; dah. zum Verkauf öffentlich feil bieten lassen, Plat. Prot. 348 e; Aesch. 3, 41; vgl. B. A. 312 u. Phot.
French (Bailly abrégé)
faire vendre par un crieur, mettre en vente;
Moy. ὑποκηρύσσομαι;
1 m. sign.
2 faire publier ou commander par la voix du héraut ; proclamer publiquement.
Étymologie: ὑπό, κηρύσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α κηρύσσω
1. διακηρύσσω, αναγγέλλω με κήρυκα («ὑπεκήρυξε
τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῡ κήρυκος φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου)
2. μέσ. ὑποκηρύσσομαι
εκθέτω κάτι σε δημοπρασία με κήρυκα («ὑποκηρυξάμενοί τινες τοὺς ἑαυτῶν οἰκέτας ἀφίεσαν ἀπελευθέρους», Αισχίν.).