ῥιγοπύρετος

From LSJ
Revision as of 14:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγοπύρετος Medium diacritics: ῥιγοπύρετος Low diacritics: ριγοπύρετος Capitals: ΡΙΓΟΠΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: rhigopýretos Transliteration B: rhigopyretos Transliteration C: rigopyretos Beta Code: r(igopu/retos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A fever with shivering fits, ague, Gal.19.560,567, Ptol.Tetr.115, Vett.Val.210.5; also ῥῑγο-πύρετον, τό, Phryn.PSp.73B.; Dim. ῥῑγο-τίον, τό, Hsch. s.v. ἠπιόλιον.

German (Pape)

[Seite 842] ὁ, ein Fieber mit heftigem Frostschauer, Hippocr.; bei B. A. 42 τὸ καλούμενον ῥιγοπύρετον.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑγοπύρετος: ὁ, πυρετὸς μετὰ ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ ὡσαύτως ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπιόλιον.

Greek Monolingual

ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α
πυρετός που συνοδεύεται από έντονο ρίγος, πυρετικός παροξυσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + πυρετός.