σκιασμός

From LSJ
Revision as of 12:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐασμός Medium diacritics: σκιασμός Low diacritics: σκιασμός Capitals: ΣΚΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skiasmós Transliteration B: skiasmos Transliteration C: skiasmos Beta Code: skiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,= foreg. 1, Sch.Arat.872, Vett.Val.241.27.    2 a disease, perh. specks before the eyes, Id.210.5.    3 visitation by a ghost (σκιά), PMag.Par.1.2701.

German (Pape)

[Seite 898] ὁ, = Vorigem; Schol. Arat. Dios. 138; Lob. Phryn. 512.

Greek (Liddell-Scott)

σκιασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 869.

Spanish

visita de una sombra, visita de un espectro

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ σκιάζω (Ι)]
το σκίασμα
αρχ.
1. εμφάνιση φαντάσματος
2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια.
(II)
και σκιαγμός, ο, Ν σκιάζω (II)]
σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ' αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.).