συνεξακολουθέω

From LSJ
Revision as of 07:51, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξᾰκολουθέω Medium diacritics: συνεξακολουθέω Low diacritics: συνεξακολουθέω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΩ
Transliteration A: synexakolouthéō Transliteration B: synexakoloutheō Transliteration C: syneksakoloutheo Beta Code: sunecakolouqe/w

English (LSJ)

   A follow constantly, attend everywhere, συνεξακολουθεῖ τισι ὄνειδος Plb.2.7.3, cf. 58.11; τὸ νικᾶν σφίσι σ. Id.3.63.11, etc.; συνεξηκολούθει αὐτῷ ἀσέλγεια was habitual to him, Id.36.15.4.    2 of events, turn out in accordance with, τῇ βουλήσει τινός OGI763.48 (Milet., ii B.C.); ταῖς Ῥωμαίων προθέσεσι Plb.18.32.12; τὸ σ. τούτοις their consequences, Id.3.55.3.    3 in Gramm., = συνεκτρέχω 111, Eust.630.20, An.Ox.1.97: hence Subst. συνεξακολούθησις, εως, ἡ, Eust.630.21.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξᾰκολουθέω: ἐξακολουθῶ ἀπαύστως, παρακολουθῶ, πανταχοῦ, συνεξακολουθεῖ τινι ὄνειδος Πολύβ. 2. 7, 3, πρβλ. 58, 11· τὸ νικᾶν σ. τινι 3. 63, 11, κτλ.· συνεξηκολούθει αὐτῷ ἀσέλγεια, κατέστη συνήθης εἰς αὐτόν, 37. 2, 4· τὰ συνεξακολουθοῦντα τούτοις, τὰ ἐπακόλουθα, τὰ ἀποτελέσματα, 3. 109. 9. 2) ἐπὶ γεγονότων, ἀποβαίνω συμφώνως πρός τι, τινι 18. 15, 12· τὸ σ. τούτοις, τὰ ἐπακόλουθα αὐτῶν, τὰ ἀποτελέσματα, 3. 55, 3. 3) παρὰ τοῖς γραμμ. = συνεκτρέχω, Εὐστ. 630. 20, Ἀνέκδ. Ὀξ. 1. 97· ὡσαύτως οὐσιαστ. -ησις, εως, ἡ, παρ’ Εὐστ. ἐνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se laisser conduire par, τινι;
2 suivre le parti de, τινι;
3 être la conséquence de, se produire par suite de;
4 correspondre à, concorder avec.
Étymologie: σύν, ἐξακολουθέω.

Greek Monotonic

συνεξᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ σταθερά, παρακολουθώ διαρκώς, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνεξᾰκολουθέω:
1) постоянно сопровождать, быть неразлучным (τινι, παρά τινι и παρά τινος Polyb.);
2) быть привычным, свойственным (τινι Polyb.);
3) следовать, идти следом (τῷ κινουμένῳ Sext.);
4) следовать, быть следствием, вытекать: τὰ συνεξακολουθοῦντα Polyb. последствия; τὸ συνεξακολουθοῦν τούτοις Polyb. в результате этого;
5) соответствовать, согласоваться (ταῖς προθέσεσί τινος Polyb.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to follow constantly, to attend everywhere, Polyb.