βρωτύς
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ἡ, Ion. for βρῶσις, A eating, acc. βρωτῡν Il.19.205, Od. 18.407: gen. βρωτύος Philox.2.38. II food, AP11.371 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 467] ύος, ἡ, Speise, Hom. zweimal, Iliad. 19205 Odyss. 18, 407; auch sp. D., z. B. Pallad. 27 (XI 371).
Greek (Liddell-Scott)
βρωτύς: ἡ, Ἰων. ἀντὶ βρῶσις, Ἰλ. Τ. 205, Ὀδ. Σ. 407, κατ’ αἰτ. βρωτὺν [[[μετὰ]] ῡ]· γεν. βρωτύος Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147C.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
action de manger.
Étymologie: βιβρώσκω.
English (Autenrieth)
ύος: food.
Spanish (DGE)
-ύος, ἡ
• Prosodia: [-ῡ-]
1 hecho de comer o haber comido, el comer ὑμεῖς δ' ἐς βρωτὺν ὀτρύνετον ¡y vosotros dos nos llamáis a comer!, Il.19.205
•op. la bebida οὐκέτι κεύθετε θυμῷ βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα y ya no podéis ocultar en el ánimo que habéis comido y bebido, Od.18.407, βρωτύος ἠδὲ ποτᾶτος ἐς κόρον ᾖμεν ἑταῖροι Philox.Leuc.(b) 39.
2 comida βρωτὺν ... κολοκυνθιάδα un guisote de calabazas, AP 11.371 (Pall.).
Greek Monolingual
βρωτύς, η (Α)
βρώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβρώσκω, με το ιωνικό επίθημα -τυ-].
Greek Monotonic
βρωτύς: [ῡ], ἡ, Ιων. αντί βρῶσις, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
βρωτύς: ύος ἡ Hom., Anth. = βρῶμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρωτύς -ύος, ἡ βιβρώσκω Ion.
1. het eten (als handeling).
2. voedsel, eten.