γαμήλευμα

From LSJ
Revision as of 17:07, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμήλευμα Medium diacritics: γαμήλευμα Low diacritics: γαμήλευμα Capitals: ΓΑΜΗΛΕΥΜΑ
Transliteration A: gamḗleuma Transliteration B: gamēleuma Transliteration C: gamilevma Beta Code: gamh/leuma

English (LSJ)

τό,    A = γάμος, A.Ch.624 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 472] τό, Ehe, Aesch. Ch. 616.

Greek (Liddell-Scott)

γαμήλευμα: τό, = γάμος, Αἰσχύλ. Χο. 624.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. γάμος.
Étymologie: γαμήλιος.

Spanish (DGE)

(γᾰμήλευμα) -ματος, τό
bodorrio despect. por esposa de Clitemestra δυσφιλὲς γ. A.Ch.624.

Greek Monolingual

γαμήλευμα, το (Α)
γάμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γαμήλιος.

Greek Monotonic

γαμήλευμα: -ατος, τό (γαμέω) = γάμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰμήλευμα: ατος τό Aesch. = γάμος.

Middle Liddell

= γάμος, Aesch.] γαμέω

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαμήλευμα -ατος, τό [~ γαμήλιος huwelijk. Aeschl. Ch. 624.