δαμασίφως

From LSJ
Revision as of 17:52, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμᾰσίφως Medium diacritics: δαμασίφως Low diacritics: δαμασίφως Capitals: ΔΑΜΑΣΙΦΩΣ
Transliteration A: damasíphōs Transliteration B: damasiphōs Transliteration C: damasifos Beta Code: damasi/fws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,    A = δαμασίμβροτος, ὕπνος Simon.232; of Ares, prob. in Tim.Pers.22.

German (Pape)

[Seite 521] ωτος, ὁ, = δαμασίμβροτος; so nannte Simonid. den Schlaf, Schol. Il. 24, 5.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμᾰσίφως: -ωτος, ὁ, ἡ, = δαμασίμβροτος, ὕπνος Σιμων. 232.

Spanish (DGE)

(δᾰμᾰσίφως) -ωτος, ὁ

• Prosodia: [-ῐ-]
1 que somete, que vence a los hombresdel sueño, Simon.96.
2 que doblega a los hombres, matador de hombres δαμασίφως Ἄρης Tim.15.21 (cj., v. ap. crít.).

Greek Monolingual

δαμασίφως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + φως «άνδρας». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Greek Monotonic

δᾰμᾰσίφως: -ωτος, ὁ, ἡ, = δαμασίβροτος, σε Σίμωνα.