άκαιρος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκαιρος, -ον)
αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος
νεοελλ.
1. πρόωρος
2. άγουρος
3. αδικαιολόγητος, παράλογος
αρχ.
1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει
2. ο ακατάλληλος να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καιρός
αντίθετο της λ. εὔκαιρος.
ΠΑΡ. ακαιρία αρχ. ἀκαιρεύομαι
αρχ.-μσν.
ἀκαιρῶ.
ΣΥΝΘ. ακαιρολόγος αρχ. ἀκαιροβόας, ἀκαιρορρήμων, ἀκαιροφάγος
μσν.
ἀκαιροπαρρησία, ἀκαιροπαρρησιαστής
νεοελλ.
ακαι-ρόμυθος, ακαιροφόρητος].