Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άεργος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, αργόσχολος, φυγόπονος, τεμπέλης
2. (στη Φυσ.) που δεν μπορεί να παράγει έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άεργος, αντί άνεργος, < αρχ. τ. ἀεργος «άνεργος», με αναβιβασμό του τόνου στο προθεματικό στοιχείο της αρνήσεως].