έλπω

From LSJ
Revision as of 20:46, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

ἔλπω και ἐέλπω (Α)
1. δίνω ελπίδες
2. (μέσ., -ομαι)
ελπίζω, περιμένω
3. μέσ. φοβάμαι κάτι («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», Ηρόδ.)
4. νομίζω, υποθέτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργητικός μεταβιβαστικός ενεστ. έλπω είναι υστερογενής έναντι του αρχικού θεματικού ενεστώτος (F)έλπομαι, ε(F)έλπομαι, με παρακμ. (F)ε(F)ολπα. Οι τ. αυτοί δεν έχουν ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Ίσως μπορούν να συνδεθούν με λατ. volup(e) στο volup(e) est «μού είναι ευχάριστο» καθώς και με τα ελλ. άλπνιστος και αρπαλέος. Παράλληλα προς το (F)έλπομαι απαντά και τ. (F)έλδομαι. Και οι δύο ανάγονται σε ΙΕ ρίζα wel- «θέλω, εκλέγω» (πρβλ. λατ. vel-le, γερμ. wollen «θέλω»)].