αέναος
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀέναος, -ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως)
1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος
2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών»)
3. επίρρ. αενάως
συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν (= ἀεὶ) + νάω, «ρέω» > ἀένναος > αέναος, με απλοποίηση και ιων. ἀείναος, με απλοποίηση και αντέκταση, ἀείνως, με συναίρεση. Από το συνθ. ἀέναος, με απόσταση του προτακτικού στοιχείου της συνθέσεως, προήλθε ο επιρρηματικός τύπος ἀέ (= ἀεί). (Για τη δημιουργία λέξεων κατόπιν αποσπάσεως, πρβλ. κουτσός < κουτσο-μύτης < κοψο-μύτης, αψός < ἀψίχολος, σπανὸς < σπανοπώγων κ. ο. κ.)].