αβαρία

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

η
1. ζημιά πλοίου που βρίσκεται εν πλω και που οφείλεται είτε σε βλάβη του ίδιου του πλοίου είτε στην απόρριψη μέρους ή και ολόκληρου του φορτίου του στη θάλασσα, για να αποφευχθεί ο καταποντισμός του
2. συνεκδ. κάθε υλική ζημιά
3. (μτφ. φρ.) «κάνω αβαρία» — υποχωρώ, ελαττώνω, μειώνω τις απαιτήσεις, τις αξιώσεις μου, απαρνιέμαι εν μέρει τις ιδέες, τις απόψεις μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. avaria (= βλάβη πλοίου).
ΠΑΡ. αβαριάτος].