αβαριάτος

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει υποστεί αβαρία, ζημιά
2. (για εμπορεύματα) αυτός που προέρχεται από αβαρία
«σιτάρι αβαριάτο»
3. όποιος παρουσιάζει δείγματα ασυνήθιστης φθοράς που δεν οφείλονται σε κανονική χρήση
4. ατημέλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. avariato (= αυτός που έπαθε ζημιά)].