αγέλη

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγέλη)
1. πλήθος ομοειδών ζώων που ζουν και βόσκουν μαζί, κοπάδι
αρχικά λεγόταν κυρίως για τα βόδια και τις αγελάδες, αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα ζώα (άλογα, κατσίκες, πρόβατα κ.λ.π.)
2. κάθε πλήθος, ομάδα
νεοελλ.
1. ομάδα ανθρώπων που κινούνται και ενεργούν χωρίς τάξη, «μπουλούκι»
2. ομάδα προσκόπων ηλικίας οκτώ έως έντεκα ετών, της οποίας τα μέλη ονομάζονται «λυκόπουλα»
αρχ.
πληθώρα, συσσώρευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγω, με επίθημα -λ. Επίθημα -l εμφανίζεται επίσης στη Λατινική, π.χ. agilis (= ζωηρός, γρήγορος), agolam (= αγκλίτσα).
ΠΑΡ. ἀγεληδόν
αρχ.
ἀγελάζομαι, ἀγελαῖος, ἀγέληθεν, ἀγελικός
μσν.
ἀγελάς
νεοελλ.
αγελάδα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγέλαρχος, ἀγελάτης, ἀγελοκόμος
νεοελλ.
αγεληλάτης, αγελόβιος, αγελόμαντρα.