αγκιστρώνω

From LSJ
Revision as of 18:59, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source

Greek Monolingual

(AM ἀγκιστροῦμαι, -όομαι)
1. συλλαμβάνω με αγκίστρι
2. τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι
3. δίνω σε κάτι το σχήμα αγκίστρου, κάμπτω
4. κρεμώ κάτι από άγκιστρο, γαντζώνω
νεοελλ.-μσν.
έλκω, αιχμαλωτίζω
αρχ.
1. (για τόξα) εφοδιάζομαι με βέλη 2
(για ψάρια) συλλαμβάνομαι με αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον.
ΠΑΡ. ἀγκιστρωτός
νεοελλ.
αγκίστρωση].