αιματοκυλίζω

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω
1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά
2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ. κυλίζω, κυλώ).
ΠΑΡ. αιματοκυλισιά, αιματοκύλισμα, αιματοκυλισμένος].