αμφίπολος

From LSJ
Revision as of 14:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

ἀμφίπολος, -ον (Α)
1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος
2. πολυσύχναστος (τύμβος)
3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος
β) ιέρεια
4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ ἀμφίπολος
α) υπηρέτης, ακόλουθος
β) ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πόλος < πέλομαι (πρβλ. ἐπίπολος, περίπολος, πρόσπολος).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιπολεύω, ἀμφιπολῶ].