διαδέρκομαι

From LSJ
Revision as of 18:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδέρκομαι Medium diacritics: διαδέρκομαι Low diacritics: διαδέρκομαι Capitals: ΔΙΑΔΕΡΚΟΜΑΙ
Transliteration A: diadérkomai Transliteration B: diaderkomai Transliteration C: diaderkomai Beta Code: diade/rkomai

English (LSJ)

aor. -έδρᾰκον,    A see one thing through another, οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι would not see us through [the cloud], Il.14.344.    2 look about, πάντῃ δὲ διέδρακεν ὀφθαλμοῖσι Theoc.25.233.    II see over, νῆσον Cypr.11.3.

Greek (Liddell-Scott)

διαδέρκομαι: ἀόρ, -έδρᾰκον· ἀποθ., βλέπω τι διὰ μέσου ἑτέρου, οὐδ’ ἄν νῶϊ διαδράκοι, δὲν δύναται νὰ μᾶς ἴδῃ διὰ μέσου [τῆς νεφέλης], Ἰλ. Ξ. 344. ΙΙ. διαβλέπω, διακρίνω, νῆσον Στασῖν. (Τζέτζ. χιλ. 2. 713).

French (Bailly abrégé)

ao. opt. 3ᵉ sg. διαδράκοι;
voir à travers, acc..
Étymologie: διά, δέρκομαι.

English (Autenrieth)

aor. opt. διαδράκοι: look through at, Il. 14.344†.

Spanish (DGE)

1 ver a través de οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ ni Helios nos podría ver a través (de la nube) Il.14.344, cf. Gr.Naz.M.37.1560A.
2 escudriñar πάντῃ δὲ διέδρακεν ὀφθαλμοῖσι σκεπτόμενος Theoc.25.233
abarcar con la vista νῆσον ἅπασαν de Linceo Cypr.15.3.

Greek Monolingual

διαδέρκομαι (Α) δέρκομαι
1. βλέπω κάτι μέσα από κάτι άλλο
2. διαβλέπω, διακρίνω.

Greek Monotonic

διαδέρκομαι: αόρ. βʹ -έδρᾰκον, αποθ., βλέπω κάτι μέσα από κάτι άλλο· οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι, δεν μπορεί να μας δει μέσα από (τη συννεφιά), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

διαδέρκομαι: глядеть (на)сквозь: οὐδ᾽ ἂν νῶϊ διαδράκοι ἠέλιός περ Hom. (сквозь это облако) даже солнце не проглянуло бы на нас.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δέρκομαι door... heen zien:; οὐδ ’ ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ zelfs Helios zou ons beiden daar niet doorheen kunnen zien Il. 14.344; rondkijken:. πάντῃ δὲ διέδρακεν hij keek overal rond Theocr. 25.233.

Middle Liddell

aor2 -έδρᾰκον
Dep. to see through, οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι would not see us through (the cloud), Il.