δούλωσις
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
εως, ἡ, A enslavement, Th.3.10, Plu.Publ.21, D.C.53.7. 2 constraint, opp. τρυφή, Pl. Lg.791d.
German (Pape)
[Seite 662] ἡ, die Unterjochung, Thuc. 3, 10 Plat. Legg. VII, 791 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δούλωσις: ἡ, ὑποδούλωσις, καθυπόταξις, Θουκ. 3.10, Πλάτ. Νόμ. 791D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
asservissement.
Étymologie: δουλόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 hecho de esclavizar, esclavitud, sometimiento Th.1.141, οὔτε γὰρ τὰ βάρβαρα καὶ πρόσοικα γένη τὴν δούλωσιν ἔφερε Plu.Alex.11, cf. I.AI 19.57, πόλεμον ἐπιφερόμενον εἰς καταστροφὴν καὶ δούλωσιν Iambl.Protr.20, c. gen. obj. τῶν ξυμμάχων Th.3.10, ἡ τῶν Ἑλλήνων δ. Themist.Ep.16, ἐπὶ δουλώσει καὶ ἀρχῇ τῶν τῇδε ἀνθρώπων D.H.1.41.2, τῆς πατρίδος Plu.Publ.21, Παννονίας D.C.53.7.1, cf. Procop.Goth.4.19.21, Thdt.M.81.1109C
•fig. φάρμακον τῷ Γαΐῳ δοῦσαν ἐννοιῶν δούλωσιν habiéndole dado a Gayo (su mujer) una droga para someter sus pensamientos I.AI 19.193.
2 servicio, disciplina op. τρυφή Pl.Lg.791d.
Greek Monotonic
δούλωσις: ἡ, υποδούλωση, υποταγή, καθυπόταξη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
δούλωσις: εως ἡ порабощение Thuc., Plat., Plut.
Middle Liddell
δούλωσις, ιος [from δουλόω n
enslaving, subjugation, Thuc.