εἰνοσίφυλλος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἔνοσις) A with quivering foliage, of wooded mountains, Il.2.632, Od.9.22, etc.
German (Pape)
[Seite 733] blätter-, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.
Greek (Liddell-Scott)
εἰνοσίφυλλος: -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ κίνησις· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος σύνδενδρος» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agite son feuillage.
Étymologie: ἔνοσις, φύλλον.
English (Autenrieth)
(ἔνοσις, φύλλον): leaf-shaking, with quivering foliage, epith. of wooded mountains.
Spanish (DGE)
v. ἐνοσίφυλλος.
Greek Monolingual
εἰνοσίφυλλος, -ον (Α)
(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό φύλλωμα.
Greek Monotonic
εἰνοσίφυλλος: -ον (ἔνοσις), με φυλλωσιά που τρεμουλιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
εἰνοσίφυλλος: досл. машущий (своей) листвой, т. е. лесистый (Πήλιον Hom.).
Frisk Etymological English
See also: s. ἔνοσις.
Middle Liddell
ἔνοσις
with quivering foliage, Il.
Frisk Etymology German
εἰνοσίφυλλος: {einosíphullos}
See also: s. ἔνοσις.
Page 1,464