εὐπάρειος

From LSJ
Revision as of 20:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπάρειος Medium diacritics: εὐπάρειος Low diacritics: ευπάρειος Capitals: ΕΥΠΑΡΕΙΟΣ
Transliteration A: eupáreios Transliteration B: eupareios Transliteration C: efpareios Beta Code: eu)pa/reios

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    A with fair cheeks, Poll.2.87, 9.162: Dor. -αος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1087] schönwangig, Sp. Vgl. εὐπάρᾳος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάρειος: -ον, ἔχων ὡραίας παρειάς, καλλιπάρειος, Πολυδ. Β΄, 87, Θ΄, 162· Δωρ. εὐπάραος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles joues.
Étymologie: εὖ, παρειά.

Greek Monolingual

εὐπάρειος, -ον (ΑΜ) και δωρ. τ. εὐπάραος, -ον
αυτός που έχει ωραίες παρειές, ο καλλιπάρειος
(«εὐπαράου... Μεδοίσας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρειος (< παρειά), πρβλ. λευκο-πάρειος, μηλο-πάρειος].