θυμβρεπίδειπνος

From LSJ
Revision as of 21:49, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυμβρεπίδειπνος Medium diacritics: θυμβρεπίδειπνος Low diacritics: θυμβρεπίδειπνος Capitals: ΘΥΜΒΡΕΠΙΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: thymbrepídeipnos Transliteration B: thymbrepideipnos Transliteration C: thymvrepideipnos Beta Code: qumbrepi/deipnos

English (LSJ)

ον,    A supping on bitter herbs, i.e. living poorly, Ar. Nu.421.

German (Pape)

[Seite 1223] der Saturei zur Mahlzeit genießt, d. i. einen armseligen Lebensunterhalt hat, Ar. Nubb. 421. Vgl. θυμβροφάγος.

Greek (Liddell-Scott)

θυμβρεπίδειπνος: -ον, δειπνῶν μὲ πικρὰ χόρτα, δηλ. ζῶν πενιχρῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 421.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a que de la sarriette pour manger : sobre, frugal.
Étymologie: θύμβρα, ἐπίδειπνον.

Greek Monolingual

θυμβρεπίδειπνος, -ον (Α)
αυτός που δειπνά με πικρά χόρτα, αυτός που ζει πενιχρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμβρα + επί-δειπνος (< επί + δείπνον)].

Greek Monotonic

θυμβρεπίδειπνος: -ον, αυτός που το δείπνο του αποτελείται από πικρά βότανα, δηλ. αυτός που ζει φτωχικά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θυμβρεπίδειπνος: досл. питающийся одним чабрецом, перен. крайне бедно живущий (φειδωλὸς καὶ θ. Arph.).

Middle Liddell

θυμβρ-επίδειπνος, ον [from θύμβρα
supping on bitter herbs, i. e. living poorly, Ar.