ἐπίδειπνον
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
τό, second course, dessert, ib.664e (pl., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 935] τό, dasselbe, Ath. XIV, 664 e; Philo.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dessert.
Étymologie: ἐπί, δεῖπνον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίδειπνον: τό, τὸ περὶ τὸ τέλος τοῦ δείπνου διδόμενον ἔδεσμα, «καὶ εὐθέως περιεφέρετο περδίκεια ὀλίγα· καὶ χήνεια ὀπτὰ καὶ τρύφη πλακούντων· τὸ δὲ τοιοῦτον δεῖπνον οἱ μὲν Ἀττικοὶ προσηγόρευον ἐπιδόρπισμα, οἱ δὲ Δωριεῖς ἐπάικλον, τῶν δὲ ἄλλων Ἑλλήνων οἱ πλεῖστοι ἐπίδειπνα (διάφ. γρ. ἐπιδειπνίδα)» Ἀθην. 664Ε, κτλ.
Greek Monolingual
επίδειπνον, τὸ (Α) δείπνον
πληθ. ἐπίδειπνα
επιδόρπια, οτιδήποτε προσφερόταν μετά το δείπνο στους καλεσμένους.