καλλιγύναιξ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, ἡ, gen. αικος, A with beautiful women, poet. word, only in obl. cases, Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ., Il.2.683, 3.75, Od.13.412: gen., Sapph.[26]: dat., Pi.P.9.74.
German (Pape)
[Seite 1309] αικος, im nom. nur E. M., reich an schönen Frauen; Ἑλλάδα καλλιγύναικα Il. 2, 683; Ἀχαιΐδα 3, 75; Σπάρτην Od. 13, 412; καλλιγύναικι πάτρᾳ Pind. P. 9, 77; gen., Sapph. bei Ath. 599 d; sp. D., wie Coluth. 727, im acc.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιγύναιξ: ῠ, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίας γυναῖκας, ποιητ. λέξ., ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 659)· ὁ Ὅμ. ἔχει Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. ἐν Ἰλ. Β. 683., Γ. 75, Ὀδ. Ν. 412· ἡ Σαπφὼ ἐν 135 ἔχει τὴν γενικὴν καὶ ὁ Πίνδ. ἐν Π. 9. 131 τὴν δοτ. ― Πρβλ. ἀγύναιξ.
French (Bailly abrégé)
αικος (ὁ, ἡ)
riche en belles femmes (pays).
Étymologie: καλός, γυνή.
English (Slater)
καλλῐγῠναιξ
1 of beautiful women καλλιγύναικι πάτρᾳ Cyrene (P. 9.74)
Greek Monolingual
καλλιγύναιξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
τόπος που έχει ωραίες γυναίκες («Ἑλλάδα καλλιγύναικα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γύναιξ (< θ. γυναικ- του γυνή, πρβλ. γεν. γυναικ-ός), πρβλ. ημι-γύναιξ, φιλο-γύναιξ.
Greek Monotonic
καλλιγύναιξ: [ῠ], ὁ, ἡ (γυνή), αυτός που έχει ωραίες γυναίκες, μόνο στις πλάγιες πτώσεις, Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ., σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιγύναιξ -αικος [καλός, γυνή] alleen dat. -αικι en acc. -αικα, rijk aan mooie vrouwen.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐγύναιξ: αικος (ῠ) adj. (nom. не встреч.) изобилующий красавицами (Ἑλλάς, Σπάρτη Hom.; πάτρα Pind.).
Middle Liddell
γυνή
with beautiful women, only in the obl. cases, Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. Hom.