καταπλουτίζω
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
A enrich greatly, τινα Hdt.6.132, X.Oec.4.7; τινὰ εὐεργεσίαις Ph.2.588.
German (Pape)
[Seite 1371] sehr bereichern, Her. 6, 132 Xen. Oec. 4, 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλουτίζω: μέλλ. -ιῶ, μεγάλως πλουτίζω, τινὰ Ἡρόδ. 6. 132· μεγάλοις δώροις τινὰ κ. Ξεν. Οἰκ. 4. 7· καὶ μετὰ γεν. τοῦ πράγματος, κατεπλούτισε τὴν κτίσιν τῆς ἁγιστείας αὑτοῦ Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 115C.
French (Bailly abrégé)
rendre très riche.
Étymologie: κατά, πλουτίζω.
Greek Monolingual
(AM καταπλουτίζω) (επιτ. τ. τρύ πλουτίζω) κάνω κάποιον πάρα πολύ πλούσιο, πλουτίζω πολύ κάποιον.
Greek Monotonic
καταπλουτίζω: μέλ. -ιῶ, εμπλουτίζω, πλουμίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταπλουτίζω: (fut. καταπλουτιῶ) обогащать (τινά Her., Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πλουτίζω rijk maken.