καταφευκτέον
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
A one must fall back upon, have recourse to, ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Arist.Rh.Al.1429a14; ἐπί τινα Luc.Pisc.3.
Greek (Liddell-Scott)
καταφευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ καταφύγῃ εἴς τι, ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 8.16· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 3.
Greek Monotonic
καταφευκτέον: ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί κάποιος να καταφύγει, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφευκτέον, adj. verb. van καταφεύγω, men moet zijn toevlucht nemen.
Russian (Dvoretsky)
καταφευκτέον: adj. verb. к καταφεύγω.