κηρίων

From LSJ
Revision as of 09:09, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρίων Medium diacritics: κηρίων Low diacritics: κηρίων Capitals: ΚΗΡΙΩΝ
Transliteration A: kēríōn Transliteration B: kēriōn Transliteration C: kirion Beta Code: khri/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,    A wax light, waxen torch, Plu.2.263f, Gal.17(2).267.    II whip, Hsch. and Phot.s.v. κηρίναι.

German (Pape)

[Seite 1433] ωνος, ὁ, Wachslicht, Wachsfackel, nach Plut. Qu. Rom. 2 Hochzeitsfackel der Römer. – Bei Hesych. auch eine Peitsche, wie κηρίνη.

Greek (Liddell-Scott)

κηρίων: -ωνος, ὁ, κηρίνη λαμπάς, πέντε λαμπάδας ἅπτουσιν (οἱ Ρωμαῖοι) ἐν τοῖς γάμοις, ἃς κηρίωνας ὀνομάζουσιν Πλούτ. 2. 263Ε. ΙΙ. μάστιξ, Ἡσύχ., Φώτ. ἐν λέξ. κηρίναι.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
flambeau de cire, cierge.
Étymologie: κηρός.

Greek Monolingual

κηρίων, -ωνος, ό κηρίον
1. κέρινη λαμπάδαπέντε λαμπάδας ἅπτουσιν ἐν τοῑς γάμοις, ἃς κηριῶνας ὀνομάζουσιν», Πλούτ.).
2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μάστιγα, μαστίγιο.

Russian (Dvoretsky)

κηρίων: ωνος ὁ восковой факел Plut.