κοτήεις
From LSJ
English (LSJ)
εσσα, εν, A wrathful, jealous, θεός Il.5.191, cf. A.D.Adv.189.12.
Greek (Liddell-Scott)
κοτήεις: εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «κοτήεις στέφανος ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
irrité ; vindicatif.
Étymologie: κότος.
English (Autenrieth)
wrathful, Il. 5.191†.
Greek Monolingual
κοτήεις και κοτόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -ήεις / -όεις (πρβλ. δενδρ-ήεις / κυκλ-όεις)].
Greek Monotonic
κοτήεις: -εσσα, -εν, οργισμένος, φθονερός, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κοτήεις: ήεσσα, ῆεν разгневанный, раздраженный (θεός Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοτήεις -εσσα -εν [κότος] wrok koesterend.