λευκόφαιος

From LSJ
Revision as of 10:43, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόφαιος Medium diacritics: λευκόφαιος Low diacritics: λευκόφαιος Capitals: ΛΕΥΚΟΦΑΙΟΣ
Transliteration A: leukóphaios Transliteration B: leukophaios Transliteration C: lefkofaios Beta Code: leuko/faios

English (LSJ)

ον,    A whitish grey, ash-coloured, πρόβατον PHib.1.32.13 (iii B.C.); χιτών PCair.Zen.433.9 (iii B.C.), cf. Ath.3.78a, Poll.7.129; καρπός prob.in Posidon.3 J.

German (Pape)

[Seite 35] weißgrau, aschgrau, σῦκα, Ath. III, 78 a; Poll. 7, 129.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόφαιος: -ον, ἔχων χρῶμα μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, Πολυδ. Ζ΄, 129.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λευκόφαιος, -ον)
σταχτόχρωμος, σταχτής
νεοελλ.
φρ. «λευκόφαιος παγετός»
(μετεωρ.) απόθεση κρυστάλλων πάγου στην επιφάνεια αντικειμένων εκτεθειμένων στον ελεύθερο αέρα, όπως είναι το γρασίδι, τα φύλλα και τα κλαδιά τών δέντρων.