λιθογλύφος
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, A sculptor, Luc.Somn.18, Gal.1.7; engraver, Dsc.5.147 (v.l. -γράφος); title of play by Philemon, Did.in D.9.62.
German (Pape)
[Seite 45] ὁ, = λιθογλύπτης, Luc. somn. 18.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθογλύφος: [ῠ], ὁ, γλύπτης λίθων, Λουκ. Ἐνύπν. 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: λίθος, γλύφω.
Greek Monolingual
ο (Α λιθογλύφος)
1. ο λιθογλύπτης
2. τεχνίτης που διακοσμεί λίθους, συνήθως πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + γλύφος (< γλύφω «λαξεύω»), πρβλ. ξυλο-γλύφος, τοκο-γλύφος].
Greek Monotonic
λῐθογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης της πέτρας, σε Λουκ.