περικεφάλαιος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, A round the head : hence, II Subst. περικεφαλαία, ἡ, covering for the head, helmet, cap, Call.Com.1 D., Aen. Tact.24.6, PPetr.3p.328 (iii B. C.), etc.; π. σιδηρᾶ περιηργυρωμένη IG 11(2).161 B77 (Delos, iii B. C.), cf. 22.1478.16, 12(5).647.30 (Ceos), Plb.3.71.4, J.AJ6.9.4, Antyll. ap. Orib.6.36.3. b wig, Hsch. 2 disorder of the oak, Thphr.HP3.8.7. 3 in a ship, = ὁ στόλος ὑπὲρ τὴν στεῖραν, Poll.1.86, cf. Thphr.HP3.13.4. 4 name of a bandage, Sor.Fasc.24.
German (Pape)
[Seite 579] um den Kopf gehend, gebunden, Sp. Davon als subst. ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung, Helm, Pol. 3, 71, 4 u. öfter, u. a. Sp.; auch τὸ περικεφάλαιον, Pol. 6, 22, 3. Bei Poll. 1, 86 ist ἡ περικεφαλαία ein Theil am Schiffe. – Bei Theophr. ist τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine.
Greek (Liddell-Scott)
περικεφάλαιος: -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· ὅθεν, ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κράνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· ὡσαύτως περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) νόσος τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) μέρος τῆς πρῴρας πλοίου, Πολυδ. Α΄, 86.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui entoure la tête :
I. ἡ περικεφαλαία :
1 casque;
2 partie de la quille d’un navire (cf. παρεμβολίς);
II. τὸ περικεφάλαιον casque.
Étymologie: περί, κεφαλή.
Greek Monolingual
-αία, -ον, ΜΑ
1. αυτός που τοποθετείται γύρω από το κεφάλι, που περιβάλλει την κεφαλή
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περικεφαλαία
βλ. περικεφαλαία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ περικεφάλαιον
η περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κεφάλαιος (< κεφαλή)].