ξενύδριον
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
τό, A = ξενύλλιον, Men.462.3.
German (Pape)
[Seite 278] τό, dim. von ξένος, Menand. bei Ath. IV, 132 e.
Greek (Liddell-Scott)
ξενύδριον: τό, = τῷ ἑπομ., Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1, 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
Greek Monolingual
ξενύδριον, τὸ (Α)
υποκορ. του ξένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].
Russian (Dvoretsky)
ξενύδριον: τό Men. demin. к ξένος II.