οἰνήρυσις

From LSJ
Revision as of 13:56, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνήρῠσις Medium diacritics: οἰνήρυσις Low diacritics: οινήρυσις Capitals: ΟΙΝΗΡΥΣΙΣ
Transliteration A: oinḗrysis Transliteration B: oinērysis Transliteration C: oinirysis Beta Code: oi)nh/rusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀρύω)    A vessel for drawing wine, Ar.Ach.1067, Ph.1.390.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνήρῠσις: ἡ, (ἀρύω) ἡ τοῦ οἴνου κοτύλη, δι’ ἧς ἠρύοντο τὸν οἶνον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1067.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vase pour puiser du vin.
Étymologie: οἶνος, ἀρύω.

Greek Monolingual

οἰνήρυσις, ἡ (Α)
αγγείο, για άντληση οίνου («φέρε τὴν οἰνήρυσιν ἵν' οἶνον ἐγχέω λαβὼν ἐς τοὺς χόας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἄρυσις (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ζωμ-ήρυσις. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

οἰνήρῠσις: ἡ (ἀρύω), σκεύος, δοχείο για άντληση κρασιού από βαρέλι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνήρῠσις: εως ἡ ковш для вина Arph.

Middle Liddell

οἰν-ήρῠσις, ιος, ἡ, ἀρύω
a vessel for drawing wine, Ar.