παμπόρφυρος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ον, A all-purple, Pi.O.6.55.
German (Pape)
[Seite 454] ganz purpurn, Pind. Ol. 6, 55.
Greek (Liddell-Scott)
παμπόρφῠρος: -ον, ὁλοπόρφυρος, Πινδ. Ο. 6. 91.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout empourpré.
Étymologie: πᾶν, πορφύρα.
English (Slater)
παμπόρφῠρος, -ον
1 deep-purple ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι (O. 6.55)
Greek Monolingual
παμπόρφυρος, -ον (Α)
κατακόκκινος, ολοπόρφυρος («ξανθαῑς καὶ παμπορφύροις ἀκτῑσι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πορφυρός].
Greek Monotonic
παμπόρφῠρος: -ον (πορφύρω), ολοπόρφυρος, σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμπόρφυρος -ον [πᾶς, πορφύρα] geheel purper.
Russian (Dvoretsky)
παμπόρφῠρος: весь пурпурный (ἀκτῖνες Pind.).