παρεναλλαγή

From LSJ
Revision as of 15:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεναλλᾰγή Medium diacritics: παρεναλλαγή Low diacritics: παρεναλλαγή Capitals: ΠΑΡΕΝΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: parenallagḗ Transliteration B: parenallagē Transliteration C: parenallagi Beta Code: parenallagh/

English (LSJ)

ἡ,    A dislocation, Gal.14.796.

German (Pape)

[Seite 515] ἡ, Umänderung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

παρεναλλαγή: ἡ, ἀλλοίωσις ἢ διαστροφὴ ἕνεκα ἐξαρθρώσεως, κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παραλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος Γαλην. τ. 14, σ. 796, 19.

Greek Monolingual

ἡ, Α παρεναλλάσσω
η αλλαγή, αλλοίωση ή διαστροφή εξαιτίας εξάρθρωσης («κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῑα μὲν παρεναλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος», Γαλ.).