περιστέριον
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
τό, = foreg., Pherecr. 135, Phryn.Com.51, BGU1095.16 (i A.D.), etc. II vervain, Verbena officinalis, Dsc.4.59.
German (Pape)
[Seite 594] τό, dim. von περιστερά, Täubchen, junge oder kleine Taube, Anaxandrid. bei Ath. XIV, 654.
Greek (Liddell-Scott)
περιστέριον: ὑποκορ. τοῦ περιστερά, Φερεκρ. ἐν «Πετάλῃ» 2, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Τραγῳδοῖς» 4, κτλ.· ― ὡσαύτως περιστερίδιον, τό, Ἀθήν. 654Α· περιστερίς, -ίδος, ἡ, Γαλην. τ. 6, σ. 708, 2. ΙΙ. γυναικεῖον κόσμημα, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 319.