πισσόω

From LSJ
Revision as of 17:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσόω Medium diacritics: πισσόω Low diacritics: πισσόω Capitals: ΠΙΣΣΟΩ
Transliteration A: pissóō Transliteration B: pissoō Transliteration C: pissoo Beta Code: pisso/w

English (LSJ)

Att. πιττ-, (πίσσα)    A pitch over, pitch, τὰς ὀροφάς IG22.659.25; τὰς ναῦς Sch.Ar.Pl.1093 :—Pass., Chrysipp.Stoic.2.110, Dsc.5.12,31 ; of bronze statues, in order to take casts of them, Luc.JTr. 33; in order to clean them, Id.Lex.11.    II Med., remove the hair by means of a pitch-plaster, οἱ βάρβαροι πιττοῦνται τὰ σώματα Theopomp. Hist.195, cf. Luc.Rh.Pr.23; πιττούμενος τὰ σκέλη Id.Demon.50, cf. Merc.Cond.33.

German (Pape)

[Seite 619] att. -ττόω, 1) mit Pech, Theer bestreichen, überziehen, theeren, wie Schiffe, Schol. Ar. Plut. 1093. – 2) insbesondere kupferne Bildsäulen mit Pech überziehen, um sie abzuformen, Luc. lup. trag. 33. – 3) durch Pechpflaster die Haare ausziehen, wie Weichlinge und Weiber thaten, κίναιδος πεπιττωμένος τὰ σκέλη, Luc. merc. cond. 33, u. oft.

Greek (Liddell-Scott)

πισσόω: Ἀττικ. πιττόω (πίσσα) ἐπαλείφω διὰ πίσσης, πισσώνω, τὰς ναῦς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1094. ΙΙ. ἐπιχρίω διὰ πίσσης ἀγάλματα ὀρειχάλκινα ὅπως λάβω τοὺς τύπους αὐτῶν, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 33. ΙΙΙ. ἀποσπῶ, μαδῶ τὰς τρίχας δι’ ἐμπλάστρου ἐκ πίσσης, συνήθεια παρὰ γυναιξὶν καὶ ἐκτεθηλυμμένοις ἀνθρωπαρίοις καὶ κιναίδοις, Κλήμ. Ἀλ. 261˙ ― μάλιστα ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αὐτόθι 263˙ οἱ βάρβαροι πιττοῦνται τὰ σώματα Ἀθήν. 518Α, πρβλ. Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 23˙ πιττούμενος τὰ σκέλη ὁ αὐτ. ἐν Δημώνακτ. βίῳ 59, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 33.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enduire de poix des statues de cuivre pour les mouler;
Moy. πισσόομαι-οῦμαι enduire de poix pour extirper le poil ; épiler au moyen d’emplâtres de poix.
Étymologie: πίσσα.

Russian (Dvoretsky)

πισσόω: атт. πιττόω
1) обмазывать смолой (для снятия формы): πιττούμενος στέρνον τε καὶ μετάφρενον Luc. (статуя), обмазанная смолой со стороны как груди, так и спины;
2) (с помощью смолистых веществ) удалять волосы: πεπιττωμένος τὰ σκέλη Luc. с уничтоженными на ногах волосами.