προσανακρίνω
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
[ῑ], A inquire further, Plu.2.43e, 592f, S.E.M7.426.
German (Pape)
[Seite 749] (s. κρίνω), noch dazu, dabei untersuchen, prüfen, Plut. de audit. 7 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσανακρίνω: [ῑ], ἀνακρίνω, ἐξετάζω προσέτι, Πλούτ. 2. 43Ε, 592Ε, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 rechercher en outre;
2 examiner en outre.
Étymologie: πρός, ἀνακρίνω.
Greek Monolingual
Α
ανακρίνω, εξετάζω κάποιον επιπροσθέτως.
Russian (Dvoretsky)
προσανακρίνω: (ῑ) сверх того или притом исследовать Plut.