προσεκμαίνομαι
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
Pass., A become demented besides, π. τὴν γνώμην Aret.CA2.11.
German (Pape)
[Seite 758] pass., noch dazu heftig in Wuth gerathen, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκμαίνομαι: Παθ., μαίνομαι προσέτι, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 11.
Greek Monolingual
Α
γίνομαι πιο μανιώδης («προσεκμαίνονται τὴν γνώμην», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκμαίνομαι «παραφέρομαι, έχω μανία εναντίον κάποιου»].