σκόρπισις
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
εως, ἡ, A reduction to powder, Zos.Alch.p.178B.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α σκορπίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκορπίζω, η μετατροπή μιας ουσίας σε σκόνη.