στηλίδιον

From LSJ
Revision as of 22:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλίδιον Medium diacritics: στηλίδιον Low diacritics: στηλίδιον Capitals: ΣΤΗΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: stēlídion Transliteration B: stēlidion Transliteration C: stilidion Beta Code: sthli/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of στήλη,    A little monument, Thphr.Char.21.9; boundary-stone, Hsch.

German (Pape)

[Seite 941] τό, dim. von στηλίς, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στηλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήλη, μικρὰ στήλη, μικρὸν μνημεῖον, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· λίθος ὁρίου, «σύνορον», Ἡσύχ.

Greek Monotonic

στηλίδιον: τό, υποκορ. του στήλη, σε Θεόφρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηλίδιον -ου, τό demin. van στήλη, kleine stèle, gedenksteentje.

Middle Liddell

στηλίδιον, ου, τό, [Dim. of στήλη, Theophr.]