σωματίζω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
A embody, Herm. ap. Stob.1.49.45. II put into documentary form, execute, PThead.5.19 (iv A.D.), PMasp.133.6 (vi A.D.). 2 register, book, σωματίσαντός μοι . . πόρον POxy.2131.12 (iii A.D.):—Pass., c.dat., -ίσθησαν τοῖς δεῖνα ἄρουραι ib.1044.26 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1060] verkörpern, pass., Hermes bei Stob. ecl. 1 p. 984.
Greek (Liddell-Scott)
σωματίζω: (σῶμα) περιβάλλω με σῶμα, ὡς τὸ ἐνσωματόω, ἵνα κόλασιν... ἐν τῷ σεσωματίσθαι ὑπομένωσιν (αἱ ψυχαὶ) Στοβ. Ἐκλογ. 1. 984.
Spanish
Greek Monolingual
Α σῶμα, σώματος]
1. περιβάλλω με σώμα, ενσαρκώνω
2. καταγράφω σε επίσημο βιβλίο
3. διατυπώνω σε μορφή αποδεικτικού εγγράφου.