τρυγηφόρος

From LSJ
Revision as of 09:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγηφόρος Medium diacritics: τρυγηφόρος Low diacritics: τρυγηφόρος Capitals: ΤΡΥΓΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: trygēphóros Transliteration B: trygēphoros Transliteration C: trygiforos Beta Code: trughfo/ros

English (LSJ)

ον,    A bearing corn or grapes, h.Ap. 529.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγηφόρος: -ον, ὁ φέρων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, καρποφόρος, οἰνοφόρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 529.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des récoltes, du vin.
Étymologie: τρύγη, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει δημητριακά και φρούτα, κυρίως σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

τρῠγηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει καρπούς, ιδίως σταφύλια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγηφόρος: приносящий плоды или урожайный (αἶα HH).

Middle Liddell

τρῠγη-φόρος, ον, φέρω
bearing fruits, esp. wine, Hhymn.