φιλάλυπος
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ον, A liking to be free from pain or grief, Orph.H.50.7.
German (Pape)
[Seite 1274] Schmerzlosigkeit liebend, gern ohne Schmerz, Kummer, Orph. 49, 7.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάλῡπος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν ἄλυπον βίον, Ὀρφ. Ὕμν. 49. 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά την χωρίς λύπες ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄλυπος «ο δίχως λύπη, ο αμέριμνος»].