φρουρητός
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ή, όν, A watched, guarded, AP6.230 (Quint.).
German (Pape)
[Seite 1310] adj. verb. von φρουρέω, bewacht, beschützt, Qu. Maec. 5 (VI, 230) u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φρουρητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν φρονοῦσιν ἢ φυλάττουσιν· ἢ ὁ δυνάμενος νὰ φρουρηθῇ, Ἀνθ. Π. 6. 230.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
que l’on peut garder ; gardé.
Étymologie: φρουρέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φρουρῶ
αυτός που φρουρείται ή αυτός που μπορεί να φρουρηθεί.
Greek Monotonic
φρουρητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φρουρέω, αυτός που φρουρείται ή φυλάσσεται, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φρουρητός: (хорошо) защищенный (sc. κόχλος Anth.).
Middle Liddell
φρουρητός, ή, όν verb. adj. of φρουρέω
watched, guarded, Anth.