φυλακίτης
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, A police official in Egypt, PSI4.359.8 (iii B. C.), PTeb.22.9 (ii B. C.), OGI85.4 (iii B. C.), 139.6 (ii B. C.); in Syria, ib.238.2.
German (Pape)
[Seite 1313] ὁ, der Gefangene, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλακίτης: [ῑ], -ου, ὁ φυλακισμένος, δεσμώτης, Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 4896c. 7, Ἀποστ. Διαταγ. 4, 2.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
φυλακισμένος, κλεισμένος στη φυλακή
αρχ.
(στην Αίγυπτο) όργανο της τάξης, αστυνομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος + κατάλ. -ίτης].