χειριδωτός

From LSJ
Revision as of 10:19, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειριδωτός Medium diacritics: χειριδωτός Low diacritics: χειριδωτός Capitals: ΧΕΙΡΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: cheiridōtós Transliteration B: cheiridōtos Transliteration C: cheiridotos Beta Code: xeiridwto/s

English (LSJ)

όν,    A sleeved, κιθών as worn by Asiatics, Hdt.7.61, cf.PTeb.46.34 (ii B.C.), Philostr.Im.1.28, Hdn.5.3.6; of the Gallic χιτὼν σχιστός, Str.4.4.3.    II having hands, Suid.

German (Pape)

[Seite 1345] mit Aermeln versehen, κιτών, ein Unterkleid mit Aermeln, Her. 7, 61. Vgl. ἐξωμίς.

Greek (Liddell-Scott)

χειριδωτός: -όν, ὁ ἔχων χειρῖδας, «μανίκια», κιθὼν (Ἀττ. χιτὼν) χειριδωτός, οἷον ἦν παρὰ τοῖς Ἀσιανοῖς, manuleata παρὰ Πλαύτῳ, Ἡρόδ. 7. 61, πρβλ. Φιλόστρ. 804, Ἡρόδ. 5. 3· ἐπὶ τοῦ σχιστοῦ χιτῶνος τῶν Γαλατῶν, Στράβ. 196· πρβλ. καρπωτός· - πρβλ. καὶ ἐξωμίς.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
garni de manches.
Étymologie: χειρίς.

Greek Monolingual

-ή -ό / χειριδωτός, -ή, -όν, ΝΑ χειριδοῡμαι
(για ένδυμα) αυτός που έχει μανίκια (α. χειριδωτός μανδύας» β. «κιθῶνας χειριδωτοὺς ποικίλους», Ηρόδ.
γ. χιτῶνα γυναικεῑον χειριδωτόν», πάπ.)
αρχ.
αυτός που έχει χέρια.

Greek Monotonic

χειριδωτός: -όν, αυτός που έχει μανίκια, κιθὼν χειριδωτός, λέξη από τους Ασιάτες, σε Ηρόδ.· πρβλ. ἐξωμίς.

Russian (Dvoretsky)

χειρῑδωτός: χειρίς 2] имеющий рукава (κιθών Her.).

Middle Liddell

χειριδωτός, όν
having sleeves, sleeved, κιθὼν χειριδωτός, worn by Asiatics, Hdt.; cf. ἐξωμίς.

English (Woodhouse)

having sleeves

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)