χωλεία
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ἡ, A lameness, Pl.Hp.Mi.37;d, Luc.Vit.Auct.21, Plot. 5.9.10.
German (Pape)
[Seite 1386] ἡ, das Lahmsein, Hinken, die Lahmheit; ποδῶν Plat. Hipp. min. 374 c; Luc. vit. auct. 22.
Greek (Liddell-Scott)
χωλεία: ἡ, χωλότης, τὸ εἶναι χωλόν, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 374C, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
claudication.
Étymologie: χωλός.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
χωλεία: ἡ, αναπηρία, σε Πλάτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χωλεία: ἡ хромание, хромота Plat., Luc.