χωρίδιον
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
τό, Dim. of A χωρίον 3, Lys.19.28, Plu.Cat.Ma.2; written χωρείδιον IG7.2808.8 (Hyettus, iii A. D.) [ῑ in Com. ap. POxy.1803.23].
German (Pape)
[Seite 1388] τό, dim. von χωρίον; μικρόν Lys. 10, 28; Plut. Cat. mai. 2.
Greek (Liddell-Scott)
χωρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ χωρίον, Λυσί. 155. 27, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de χωρίον.
Greek Monolingual
και σε επιγρ. χωρείδιον, τὸ, Α
υποκορ. του χωρίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. τροχ-ίδιον)].
Greek Monotonic
χωρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του χωρίον, σε Λυσ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
χωρίδιον: τό [demin. к χωρίον небольшое поместье, земельный участок Lys., Plut.