χυτλάζω

From LSJ
Revision as of 10:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτλάζω Medium diacritics: χυτλάζω Low diacritics: χυτλάζω Capitals: ΧΥΤΛΑΖΩ
Transliteration A: chytlázō Transliteration B: chytlazō Transliteration C: chytlazo Beta Code: xutla/zw

English (LSJ)

   A anoint one after bathing, Hp. ap. Erot. (Pass.), cf. Gal. 19.155; cf. χύτλον 2.    2 metaph., throw carelessly down, τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar.V. 1213, ubi v. Sch.

German (Pape)

[Seite 1385] eigtl. gießen, ausgießen; übrtr. hinstrecken, hinbreiten; τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar. Vesp. 1213, wo der Schol. zu vgl.; auch = begießen, reinigen, baden, salben.

Greek (Liddell-Scott)

χυτλάζω: μέλλ. -άσω, χρίω τινὰ μετὰ τὸ λουτρόν, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. 394· πρβλ. χύτλον. 2) μεταφορ., τὰ γόνατ’ ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν, διάχυσον σεαυτόν, «ἁπλώσου εἰς τὴν κλίνην», Ἀριστοφ. Σφ. 1213, ἔνθα ἴδε Σχόλ.· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fusus per herbam.

French (Bailly abrégé)

verser, répandre ; p. anal. étendre de tout son long.
Étymologie: χύτλον.

Greek Monolingual

Α χύτλον
1. αλείφω κάποιον με υδρέλαιο μετά το λουτρό
2. φρ. «χυτλάζω ἐμαυτόν» — ξαπλώνομαι, τεντώνομαι (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

χυτλάζω: μέλ. -άσω, αλείφω μετά το λουτρό· μεταφ., ξαπλώνω χύτλασον σεαυτὸν ἐντοῖς στρώμασιν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χυτλάζω: досл. разливать, рассыпать, перен. растягивать: χ. ἑαυτὸν ἔν τινι Arph. растягиваться во весь рост на чем-л.

Middle Liddell

χυτλάζω, fut. -άσω
to pour out: metaph. to throw carelessly down, χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar.